- Δεινίαν
- Δεινίᾱν , Δεινίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαλαμώμαι — ἐπιπαλαμῶμαι, άομαι (Α) [παλαμώμαι] μηχανεύομαι, επινοώ σχέδια («οἱ κόλακες συνέθεον ἐπιπαλαμησόμενοι ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek